μεγιστόσωμος

μεγιστόσωμος
μεγιστό-σωμος, ον,
A of largest frame, Tz.H.8.272.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μεγιστόσωμος — μεγιστόσωμος, ον (Μ) αυτός που έχει πάρα πολύ μεγάλο σώμα, μεγαλόσωμος, σωματώδης …   Dictionary of Greek

  • σώμα — Γενικό όνομα που δίνεται σε μια ποσότητα ύλης. Σώματα επομένως είναι όλα τα αντικείμενα με τις ιδιότητες τους (σχήμα, διαστάσεις, βάρος κλπ.)· ουσία, αντίθετα, είναι η ποιότητα της ύλης από την οποία αποτελούνται τα σ. Για μεγαλύτερη ακριβολογία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”